- κρίνεις
- κρί̱νεις , κρίνωseparateaor subj act 2nd sg (epic)κρί̱νεις , κρίνωseparatepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρινεῖς — κρῐνεῖς , κρίνω separate aor subj pass 2nd sg (epic) κρῐνεῖς , κρίνω separate fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъсоужати — ОТЪСОУЖА|ТИ (1*) Ю, ѤТЬ гл. Осуждать, считать виновным: ѿсужаѥши ѹбоиника ѿ помышлень˫а точью. аще и не ѹбье(т). (κρίνεις) ГБ к. XIV, 35а. Ср. осѹжати … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
προδιαγιγνώσκω — Α 1. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαι κάτι εκ τών προτέρων («τοῡ δὲ πολέμου τὸν παράλογον ὅσος ἐστί, πρὶν ἐν αὐτῷ γενέσθαι προδιάγνωτε», Θουκ.) 2. αποφασίζω, καθορίζω κάτι από πριν («ἅ σφεῑς προδιαγνόντες παραινοῡσιν», Θουκ.) 3. φρ. «μηδὲν… … Dictionary of Greek
πρώτα — επίρρ. χρον., 1. καταρχήν, κατά πρώτο και για επίταση πρώτα πρώτα: Πρώτα ν ακούς και μετά να κρίνεις. 2. προηγουμένως, πριν, άλλοτε: Σαν πρώτα ορθή στεφανωμένη, με δάφνες (Μαβίλης). 3. πριν απ όλα, προπαντός: Πρώτα να τελειώσεις τις σπουδές και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)